- σταδιόμετρο
- το, Ν(γεωδ.-τοπογρ.) οπτικό όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η σκόπευση τής σταδίας κατά τη μέτρηση αποστάσεων με τη μέθοδο τής σταδιομετρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.