σταδιόμετρο

σταδιόμετρο
το, Ν
(γεωδ.-τοπογρ.) οπτικό όργανο με το οποίο πραγματοποιείται η σκόπευση τής σταδίας κατά τη μέτρηση αποστάσεων με τη μέθοδο τής σταδιομετρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιο + μέτρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταδιομετρικός — ή, ό, Ν [σταδιομετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σταδιομέτρηση 2. φρ. α) «σταδιομετρικές γραμμές» οι γραμμές τού σταδιομέτρου από τις δύο πλευρές τού σταυρονήματος β) «σταδιομετρική ανάγνωση» ανάγνωση σε σταδία με σταδιόμετρο σταθερής… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • σταδία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. (γεωδ. τοπογρ.) κανόνας γνωστού μήκους ο οποίος, σε συνδυασμό με ένα σταδιόμετρο, χρησιμοποιείται για την έμμεση οπτική μέτρηση αποστάσεων κατά τις τοπογραφικές και γεωδαιτικές εργασίες 2. φρ. α) «οριζόντια σταδία» οριζόντια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”